σῶστρα

σῶστρα
σῶστρα, τά, (σῴζω, cf. σαοστρέω)
A reward for saving one's life, thank-offering for deliverance from a danger, σῶστρα τοῦ παιδὸς θύειν [θεοῖς] Hdt.1.118, cf. AP9.378.7 (Pall.);

σ. ὀφείλειν τισί Luc.Salt.8

;

ἐκτίνειν τισί Id.DMar.14.1

.
2 reward for bringing back lost cattle or runaway slaves,

σ. παρέχειν Hdt.4.9

;

σῶστρα τούτου ἀνακηρύσσειν X.Mem.2.10.2

; σῶστρα δὲ μὴ ἐξεῖμ[εν ἐσπρᾶξαι] Foed.Delph. Pell.2 A 25.
3 physician's fee, Poll.6.186; thank-offering to Asclepios, IG14.967a1, b 1 ([place name] Rome), 42(1).483 (Epid.).--The sg. only in App.BC4.62.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σῶστρα — reward for saving one s life neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώστρα — τα / σῶστρα, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. αμοιβή για τη διάσωση πλοίου που έχει εγκαταλειφθεί από το πλήρωμα ή για τη διάσωση τμημάτων τού πλοίου ή τού φορτίου του αρχ. 1. ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία 2. αμοιβή για την προσαγωγή ζώων ή δούλων που είχαν… …   Dictionary of Greek

  • σώστρα — τα (ναυτ.), η αμοιβή για τη διάσωση πλοίου που ναυάγησε, τα σωστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρύτρον — τὸ, Α ευχαριστήρια θυσία ή προσφορά για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ῥῡτρα λυτήρια, σωτήρια, σῶστρα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ ρον, σῶσ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • σαοστρέω — Α κάνω ευχαριστήρια προσφορά για τη διάσωσή μου από νόσο ή από κάποιο κίνδυνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶστρα (τὰ) «ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία». Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί σαωστρῶ] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσώστης — ο, ΝΜ, θηλ. ψυχοσώστρα Ν αυτός που σώζει τις ψυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + σώστης / σώστρα (< σώζω), πρβλ. ναυαγο σώστης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”